κιγκλίδι

κιγκλίδι
κιγκλίς
latticed gates
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κιγκλίδα — ἡ (ΑΜ κιγκλίς, ίδος) 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ή ξύλινες ράβδους ενός φράγματος, ενός κιγκλιδώματος 2. συν. στον πληθ. κιγκλίδες ξύλινο ή σιδερένιο κιγκλίδωμα, κάγκελα (α. «τα γραφεία χωρίζονται με κιγκλίδες» β. «τὸν νεκρὸν εἰς μέσον… …   Dictionary of Greek

  • κνεφαίος — κνεφαῑος, αία, ον (Α) [κνέφας] 1. σκοτεινός, μαύρος («κνεφαῑα τ ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη», Αισχύλ.) 2. αυτός που βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι τη νύχτα ή ο πολύ πρωινός (α. «κνεφαῑος ἐλθών», Ιππών. β. «ὁ δ ἀνεφάνη κνεφαῑος ἐπὶ τῇ κιγκλίδι», Αριστοφ.).… …   Dictionary of Greek

  • κιγκλίδ' — κιγκλίδα , κιγκλίς latticed gates fem acc sg κιγκλίδι , κιγκλίς latticed gates fem dat sg κιγκλίδε , κιγκλίς latticed gates fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”